Ο ρόλος της εργαζόμενης μνήμης στη διαδικασία της μάθησης
Ο όρος εργαζόμενη μνήμη αναφέρεται στην ικανότητά μας να συγκρατούμε και να μπορούμε να χειριζόμαστε με επιτυχία πληροφορίες στο μυαλό μας μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ένα παράδειγμα χρήσης της βραχυπρόθεσμης μνήμης στην καθημερινή μας ζωή είναι π.χ., όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε έναν αριθμό τηλεφώνου που μόλις έχουμε βρει σε έναν τηλεφωνικό κατάλογο προκειμένου να σχηματίσουμε τον αριθμό αυτό στο τηλέφωνο λίγα λεπτά αργότερα.
Έρευνες έχουν δείξει ότι αυτή η ικανότητα της συγκράτησης πληροφοριών στην εργαζόμενη μνήμη προκειμένου αυτές οι πληροφορίες να αξιοποιηθούν άμεσα, είναι εξαιρετικής σημασίας και μέσα στην σχολική τάξη, καθώς μία περιορισμένη εργαζόμενη μνήμη μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την επίδοση του παιδιού σε διάφορα σχολικά μαθήματα.
Παρακάτω παρατίθενται κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παιδιών με περιορισμένη εργαζόμενη μνήμη και αμέσως μετά κάποιες χρήσιμες πρακτικές που μπορούν να εφαρμοστούν στη τάξη, προκειμένου αυτά τα παιδιά να βοηθηθούν.
Χαρακτηριστικά μαθητών με προβληματική εργαζόμενη μνήμη
1. Παρουσιάζουν χαμηλή σχολική επίδοση, κυρίως στα μαθηματικά, την ανάγνωση και την γραφή.
2. Eίναι διστακτικά στο να παίρνουν πρωτοβουλίες μέσα στην τάξη, όπως π.χ. να προσφέρονται να απαντούν σε διάφορες ερωτήσεις, ενώ μερικές φορές αποφεύγουν να απαντούν και σε ευθείες ερωτήσεις.
3. Συμπεριφέρονται σα να μην έχουν δώσει σημασία στις οδηγίες του δασκάλου, με το να ξεχνούν μέρος ή και ολόκληρες αυτές τις οδηγίες. Σαν αποτέλεσμα, στην προσπάθειά τους να εκπληρώσουν κάποιο έργο που τους ανέθεσε ο δάσκαλος, «χάνονται» και συχνά εγκαταλείπουν το έργο.
4. Παρουσιάζουν αδυναμία στο να θυμηθούν αλληλουχίες λέξεων, π.χ. όλες τις λέξεις σε μία πρόταση.
5. Eπαναλαμβάνουν ή παραλείπουν γράμματα, λέξεις ή και ολόκληρες προτάσεις στα γραπτά τους.
Πρακτικές υποβοήθησης μαθητών με ελαττωματική εργαζόμενη μνήμη
1. Προσπαθούμε να μειώνουμε, όπου είναι δυνατόν, το μαθησιακό υλικό που πρέπει να απομνημονεύσει ο μαθητής. Π.χ. κάνουμε πιο σύντομες τις προτάσεις που πρέπει να γράψει ο μαθητής.
2. «Σπάμε» μια μεγάλη οδηγία σε πιο απλές και μικρές, ώστε ο μαθητής, ακολουθώντας μικρά, ανεξάρτητα βήματα, να μπορεί να τις εκπληρώνει με επιτυχία.
3. Προσπαθούμε να εξοικειώσουμε τον μαθητή με το προς απομνημόνευση υλικό, ώστε να μην περιλαμβάνονται άγνωστες λέξεις μέσα σε αυτό και ο μαθητής να κατανοεί πλήρως νοηματικά το περιεχόμενο του υλικού που πρέπει να θυμηθεί.
4. Απλοποιούμε τη συντακτική μορφή του προφορικού μας λόγου όταν διδάσκουμε ή δίνουμε οδηγίες, με το να κάνουμε πιο συχνή χρήση της ενεργητικής αντί της παθητικής φωνής.
5. Κάνουμε συχνή χρήση διαφόρων εποπτικών μέσων διδασκαλίας (π.χ. αριθμογραμμές) που έχει αποδειχτεί πως διευκολύνουν σημαντικά την εργαζόμενη μνήμη. Προηγουμένως, όμως, πρέπει να έχουμε εξοικειώσει τους μαθητές ως προς το να χρησιμοποιούν με ευκολία τα μέσα αυτά.
6. Ελέγχουμε τακτικά αν οι μαθητές θυμούνται το περιεχόμενο των οδηγιών που δίνονται μέσα στην τάξη, με το να τους ρωτάμε να μας πουν με λεπτομέρειες τί κάνουν τη δεδομένη στιγμή και τί ακριβώς έχουν σκοπό να κάνουν στη συνέχεια.
7. Eνθαρρύνουμε το παιδί να μας ρωτάει όποτε νιώθει πως είναι έτοιμο να ξεχάσει μέρος των οδηγιών και επαναλαμβάνουμε τις πληροφορίες όποτε χρειάζεται.
Βιβλιογραφία
Gathercole, S. E., Lamont, E., & Alloway, T. P. (2006). Working memory in the classroom. In: S. Pickering, & G. Phye (Eds.), Working memory and education (pp. 219–240). US: Academic Press.
Gathercole, S.E., & Alloway, T.P. (2008). Working memory and learning: A teacher's guide. London: Sage Publications